- κατάκροτος
- κατάκροτος, -ον (Α)θορυβώδης, με πολύ κρότο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάκροτος — noisy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκροτον — κατάκροτος noisy masc/fem acc sg κατάκροτος noisy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρότους — κατάκροτος noisy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκροτα — κατάκροτος noisy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκροτοι — κατάκροτος noisy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek